each other
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαeach other (en)
- (αλληλοπαθής αντωνυμία) ο ένας τον άλλον, αλλήλων, αλλήλους
- ⮡ They love each other.
- Αγαπούν ο ένας τον άλλον.
- ⮡ Can we promise each other?
- Μπορούμε να υποσχεθούμε ο ένας στον άλλον;
- ⮡ They were trying to steal each others’s money.
- Προσπαθούσαν να κλέψουν ο ένας τα χρήματα του άλλου.
- ⮡ We weren’t officially informed; we were trying to figure something out from each other.
- Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε.
- ⮡ They love each other.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίααγγλικές αντωνυμίες - English pronouns