Δείτε επίσης: Ι

Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό I. Για το ελληνικό, δείτε Ι.

  Σύμβολο

επεξεργασία
  1. (χημεία) το διεθνές σύμβολο του ιωδίου (iodine)
  2. ρωμαϊκό αριθμητικό: 1 ένα
  3. (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος ισολευκίνη. Συντομογραφείται και ως Ile

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : //

  Σύμβολο

επεξεργασία

I (en) κεφαλαίο (πεζό i)

  Αντωνυμία

επεξεργασία

I (en) (ονομαστική ενικού, α' προσώπου αιτιατική: me, αυτοπαθής: myself, κτητική αντωνυμία: mine, κτητικός προσδιοριστής: my)

  1. (προσωπική αντωνυμία) εγώ
    I found it.
    Εγώ το βρήκα/Το βρήκα.
  2. (προσωπική αντωνυμία) μου στη φράση «μου αρέσει»
    I like the song a lot.
    Μου αρέσει πολύ το τραγούδι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Σύμβολο

επεξεργασία

I

  • (γράμμα) παρωχημένο γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
Αραβικό Λατινικό Κυριλικό Λατινικό IPA
—1918 1918—-1939 1958—-1991 1991—
I i И и İ i
ΔΦΑ : /ɪ/



  Σύμβολο

επεξεργασία

I (la)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
I < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

I αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
I < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

I αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]