I
Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό I. Για το ελληνικό, δείτε Ι.
Διεθνείς όροιΕπεξεργασία
ΣύμβολοΕπεξεργασία
- (χημεία) το διεθνές σύμβολο του ιωδίου (iodine)
- ρωμαϊκό αριθμητικό: 1 ένα
- (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος ισολευκίνη. Συντομογραφείται και ως Ile
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣύμβολοΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
I (en) (ονομαστική ενικού, α' προσώπου αιτιατική: me, αυτοπαθής: myself, κτητική αντωνυμία: mine, κτητικός προσδιοριστής: my)
- (προσωπική αντωνυμία) εγώ
- ↪ I found it.
- Εγώ το βρήκα/Το βρήκα.
- ↪ I found it.
- (προσωπική αντωνυμία) μου στη φράση «μου αρέσει»
- ↪ I like the song a lot.
- Μου αρέσει πολύ το τραγούδι.
- ↪ I like the song a lot.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Αζεριανά (az)Επεξεργασία
ΣύμβολοΕπεξεργασία
I
- (γράμμα) παρωχημένο γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο | ||||
---|---|---|---|---|
Αραβικό | Λατινικό | Κυριλικό | Λατινικό | IPA |
—1918 | 1918—-1939 | 1958—-1991 | 1991— | |
ﻱ | I i | И и | İ i |
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΣύμβολοΕπεξεργασία
I (la)
- (γράμμα) του λατινικού αλφαβήτου
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)