αλφάβητο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλφάβητο | τα | αλφάβητα |
γενική | του | αλφάβητου & αλφαβήτου |
των | αλφάβητων & αλφαβήτων |
αιτιατική | το | αλφάβητο | τα | αλφάβητα |
κλητική | αλφάβητο | αλφάβητα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλφάβητο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλφάβητον < ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (αρσενικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερα βάσει της αιτιατικής[1] < αρχαία ελληνική ἄλφα + βῆτα
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /alˈfa.vi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐φά‐βη‐το
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αλφάβητο ουδέτερο
- η διάταξη των γραμμάτων σε παραδοσιακή σειρά (ανάλογα με το σύστημα γραφής)
- (γραφές, αλφάβητα) σύνολο γραμμάτων ή συμβόλων που παριστάνουν φθόγγους, ήχους
- ↪ Δεν έχουν όλα τα συστήματα γραφής αλφάβητο.
- (μεταφορικά) τα βασικά και απαραίτητα σημεία μιας τέχνης ή ενός πεδίου μελέτης
- ↪ Το αλφάβητο της φιλοσοφίας ξεκινά με τον όρο «ον».
- ↪ Η μουσική σημειογραφία έχει το δικό της, μουσικό αλφάβητο.
Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- αλφάβητο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αλφάβητο
Επεξεργασία
- ↑ αλφάβητο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.