αλφάβητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /alˈfa.vi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐φά‐βη‐τος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- αλφάβητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (θηλυκό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλφάβητος θηλυκό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- αλφάβητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (αρσενικό, η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλφάβητος αρσενικό
- (φιλολογία) σειρά στίχων που τα αρχικά τους γράμματα σχηματίζουν αλφαβητική σειρά [2]
επεξεργασία
- ↑ «αλφάβητο, αλφάβητος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ αλφάβητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.