Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αναφέρονται σε ετυμολογίες λεξικών, θηλυκό μεσαιωνικό ἀλφαβῆτα και ουδέτερο ελληνιστικό ἀλφάβητον. Αλλά δεν βλέπουμε παραθέματα για τους τύπους αυτούς. ‑‑Sarri.greek  | 10:56, 6 Ιανουαρίου 2024 (UTC).



Δείτε επίσης: αλφάβητος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλφάβητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος (αρσενικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλφάβητος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (γράμμα) το αλφάβητο, τα 24 γράμματα του αλφαβήτου
  2. (φιλολογία) o αλφάβητος ή η αλφάβητος: ακροστιχίδα σε ποίημα
    ※  16ος αιώνας Νέον Ανθολόγιον …, Ρώμη: Εκ της Βατικανής τυπογραφίας, 1598 @books.google (κάτω από τις παραγράφους με ένδειξη Φ, Χ, Ψ, Ω)
    Ἰϛέον ὅτι αὗται αἱ δύο ᾠδαὶ ϖεριέχουσιν ἀκροϛιχίδα τ[?] ἀλφάβητον
     συνώνυμα: ἀλφαβηταλφάβητον (ουδέτερο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Σε Λεξικά: ἀλφαβῆτα (θηλυκό), ἀλφάβητον (ουδέτερο)[1][2][3]

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἄλφα και βῆτα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αλφαβήτα αλφάβητο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, αναφέρεται μεσαιωνικό θηλυκό αλφαβήτα [ἀλφαβῆτα] και ουδέτερο ἀλφάβητον.
  2. αλφάβητο, αλφαβήτα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. , αναφέρεται ελληνιστικό ουδέτερο και μεσαιωνικό θηλυκό ἀλφαβῆτα
  3. αλφαβήτα, αλφάβητοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλφάβητος οἱ ἀλφάβητοι
      γενική τοῦ ἀλφαβήτου τῶν ἀλφαβήτων
      δοτική τῷ ἀλφαβήτ τοῖς ἀλφαβήτοις
    αιτιατική τὸν ἀλφάβητον τοὺς ἀλφαβήτους
     κλητική ! ἀλφάβητε ἀλφάβητοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλφαβήτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀλφαβήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλφάβητος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄλφα + βῆτ(α) + κατάληξη -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλφάβητος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Στο Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινιώτη: ἀλφάβητον (ουδέτερο)[1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αλφάβητο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. , αναφέρεται ελληνιστικό ουδέτερο.

  Πηγές επεξεργασία