Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακροστιχίδα οι ακροστιχίδες
      γενική της ακροστιχίδας των ακροστιχίδων
    αιτιατική την ακροστιχίδα τις ακροστιχίδες
     κλητική ακροστιχίδα ακροστιχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροστιχίδα < (ελληνιστική κοινή) ἀκροστιχίς < ἄκρος + στίχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροστιχίδα θηλυκό

  1. ποιητικό παιχνίδι κατά το οποίο τα αρχικά γράμματα κάθε στίχου αποτελούν μια λέξη όταν τα διαβάζουμε από πάνω προς τα κάτω
    • Έλα
      Λάβρη θάλασσα
      Λατρεύω τις καταιγίδες
      Αλλά όμως
      Δάκρυα
      Απεμπολούν τους φόβους μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία