Alphabet
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Alphabet | die | Alphabete |
γενική | des | Alphabets Alphabetes |
der | Alphabete |
δοτική | dem | Alphabet Alphabete |
den | Alphabeten |
αιτιατική | das | Alphabet | die | Alphabete |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Alphabet < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική alfabete < εκκλησιαστική λατινική alphabetum < ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος [1] [2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAlphabet (de) ουδέτερο
- (γραφές) το αλφάβητο
- Das deutsche Alphabet hat dreißig Buchstaben.
- Το γερμανικό αλφάβητο έχει τριάντα γράμματα.
- Das deutsche Alphabet hat dreißig Buchstaben.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Alphabet στη γερμανική Βικιπαίδεια