αλφαβήτα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλφαβήτα | οι | αλφαβήτες |
γενική | της | αλφαβήτας | — | |
αιτιατική | την | αλφαβήτα | τις | αλφαβήτες |
κλητική | αλφαβήτα | αλφαβήτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συχνότερα στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλφαβήτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλφαβῆτα < αρχαία ελληνική ἄλφα + βῆτα (ουδέτερα άκλιτα) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.faˈvi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐φα‐βή‐τα
Ουσιαστικό
αλφαβήτα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλφάβητο
Μεταφράσεις
αλφαβήτα
→ δείτε τη λέξη αλφάβητο |