ιώδιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιώδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iode < αρχαία ελληνική ἰώδης < ἴον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιώδιο | ||
γενική | του | ιωδίου | ||
αιτιατική | το | ιώδιο | ||
κλητική | ιώδιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ιώδιο ουδέτερο
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλογόνα, με ατομικό αριθμό 53 και χημικό σύμβολο το I
- βάμμα ιωδίου: (φαρμακευτική) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που υπάρχει συνήθως σε κουτί πρώτων βοηθειών