Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιωδιωμένο άλας < ιωδιωμένο + άλας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιωδιωμένο άλας ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία