• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ιωδισμός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιωδισμός οι ιωδισμοί
      γενική του ιωδισμού των ιωδισμών
    αιτιατική τον ιωδισμό τους ιωδισμούς
     κλητική ιωδισμέ ιωδισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ιωδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iodisme < iode < αρχαία ελληνική ἰώδης < ἴον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ιωδισμός αρσενικό

  • (ιατρική) δηλητηρίαση από ιώδιο ή ιωδιούχο ουσία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ιωδισμός
  • γαλλικά : iodisme (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ιωδισμός&oldid=4846188"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:32

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:32.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie