ιωδισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιωδισμός | οι | ιωδισμοί |
γενική | του | ιωδισμού | των | ιωδισμών |
αιτιατική | τον | ιωδισμό | τους | ιωδισμούς |
κλητική | ιωδισμέ | ιωδισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιωδισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iodisme < iode < αρχαία ελληνική ἰώδης < ἴον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιωδισμός αρσενικό
- (ιατρική) δηλητηρίαση από ιώδιο ή ιωδιούχο ουσία