ἴον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαετερόκλιτο | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ῑο- ῑᾰσ- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | ἴον | τὰ | ἴᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἴου | τῶν | ἴων | ||||
δοτική | τῷ | ἴῳ | τοῖς | ἰάσῐ(ν)* | ||||
αιτιατική | τὸ | ἴον | τὰ | ἴᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἴον | ἴᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἴοιν | ||||||
* Ετερόκλιτο ουσιαστικό: η δοτική πληθυντικού όπως στην 3η κλίση -ασι (αντί του αναμενόμενου -οις της 2ης κλίσης). | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἴον < *Ϝιον, συγγενικό με το λατινικό viola, και τα δύο άγνωστης ετυμολογίας. Ο Chantraine [1] υποθέτει ότι και οι δύο λέξεις προέρχονται από το μεσογειακό υπόστρωμα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἴον, -ου ουδέτερο, με εξαίρεση στη δοτική πληθυντικού: ἰάσι
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ἴον σελ.465 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
Πηγές
επεξεργασία- ἴον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.