άνθη του μενεξέ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενεξές οι μενεξέδες
      γενική του μενεξέ των μενεξέδων
    αιτιατική τον μενεξέ τους μενεξέδες
     κλητική μενεξέ μενεξέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μενεξές αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μενεξές» στο αγγλικό Βικιλεξικό.