Δείτε επίσης: μενεξεδί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μενεξελί < μενεξελ(ής) + < μενεξές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ne.kseˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐νε‐ξε‐λί
παρώνυμο: μενεξεδί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μενεξελί ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

μενεξελί άκλιτο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μενεξελί