Δείτε επίσης: μενεξεδί

Ετυμολογία

επεξεργασία
μενεξελί < μενεξελ(ής) + < μενεξές

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μενεξελί ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

μενεξελί άκλιτο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία