μενεξεδί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ne.kseˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐νε‐ξε‐δί
- παρώνυμο: μενεξελί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μενεξεδί ουδέτερο άκλιτο
- το χρώμα του μενεξέ (→ δείτε τη λέξη μοβ
μενεξεδί (χρώμα): - ※ Τὰ βουνὰ εἴτανε τόσο ἐλαφριὰ πού, θαρρεῖς, τὰ κουνοῦσε σιγὰ - σιγὰ ὁ ἀέρας. Ἀλλάζανε χρῶμα ὅλη τὴν ὤρα, περνούσανε ἀπὸ τὸ γκρίζο ἀσημένιο στὸ ρόδινο, ὕστερα στὸ μενεξεδί.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μενεξεδί
|