μενεξεδένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μενεξεδένιος | η | μενεξεδένια | το | μενεξεδένιο |
γενική | του | μενεξεδένιου | της | μενεξεδένιας | του | μενεξεδένιου |
αιτιατική | τον | μενεξεδένιο | τη | μενεξεδένια | το | μενεξεδένιο |
κλητική | μενεξεδένιε | μενεξεδένια | μενεξεδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μενεξεδένιοι | οι | μενεξεδένιες | τα | μενεξεδένια |
γενική | των | μενεξεδένιων | των | μενεξεδένιων | των | μενεξεδένιων |
αιτιατική | τους | μενεξεδένιους | τις | μενεξεδένιες | τα | μενεξεδένια |
κλητική | μενεξεδένιοι | μενεξεδένιες | μενεξεδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μενεξεδένιος < μενεξεδ- (μενεξές) + -ένιος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ne.kseˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐νε‐ξε‐δέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
μενεξεδένιος, -α, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μενεξεδένιος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μενεξεδένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας