Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιολετής η βιολετιά το βιολετί
      γενική του βιολετή
βιολετιού
της βιολετιάς του βιολετιού
(βιολετί)
    αιτιατική τον βιολετή τη βιολετιά το βιολετί
     κλητική βιολετή βιολετιά βιολετί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιολετιοί οι βιολετιές τα βιολετιά
      γενική των βιολετιών των βιολετιών των βιολετιών
    αιτιατική τους βιολετιούς τις βιολετιές τα βιολετιά
     κλητική βιολετιοί βιολετιές βιολετιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, βιολετί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιολετής < βιολέτ(α) + -ής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi̯o.leˈtis/ & /vʝo.leˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιο‐λε‐τής

  Επίθετο επεξεργασία

βιολετής, -ιά, -ί και άκλιτο βιολετί

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βιολέτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία