μαβής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαβής | η | μαβιά | το | μαβί |
γενική | του | μαβή & μαβιού |
της | μαβιάς | του | μαβιού (μαβί) |
αιτιατική | τον | μαβή | τη | μαβιά | το | μαβί |
κλητική | μαβή | μαβιά | μαβί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαβιοί | οι | μαβιές | τα | μαβιά |
γενική | των | μαβιών | των | μαβιών | των | μαβιών |
αιτιατική | τους | μαβιούς | τις | μαβιές | τα | μαβιά |
κλητική | μαβιοί | μαβιές | μαβιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, μαβί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐βής
Επίθετο
επεξεργασία
μαβής, -ιά, -ί και άκλιτο μαβί
- (λογοτεχνικό) που έχει μαβί, μοβ χρώμα, μενεξεδής
- ※ λαμπρά, μαβιά και κίτρινη όχθη πέρα (Κωνσταντίνος Καβάφης)
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Μακριά (1914)
- Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
- Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
- ※ άθιχτο μαβί της πέπλο (Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης)
- γαλάζιο [2]
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαβής
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μαβής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)