Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
violet violets

violet (en)

  1. (λουλούδι) η βιολέτα
  2. (χρώμα) το μενεξεδί χρώμα

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός violet
συγκριτικός more violet
υπερθετικός most violet

violet (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

violet (fr)



  Επίθετο

επεξεργασία

violet (da)