violet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
violet | violets |
violet (en)
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | violet |
συγκριτικός | more violet |
υπερθετικός | most violet |
violet (en)
Σύνθετα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαviolet (fr)
Δανικά (da)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαviolet (da)