μπλε
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπλε < (άμεσο δάνειο) γαλλική bleu
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπλε ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) ένα από τα τρία βασικά χρώματα που συνθέτουν το λευκό· αντιστοιχεί σε μήκος κύματος 440-490 nm
μπλε (χρώμα):
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κάνω κάποιον μπλε μαρέν: δέρνω κάποιον πάρα πολύ, τον σαπίζω στο ξύλο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μπλε άκλιτο
- που έχει αυτό το χρώμα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπλε