κυανό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυανό | τα | κυανά |
γενική | του | κυανού | των | κυανών |
αιτιατική | το | κυανό | τα | κυανά |
κλητική | κυανό | κυανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυανό ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κυανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κυανό