Δείτε επίσης: κανό, κυανός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυανό τα κυανά
      γενική του κυανού των κυανών
    αιτιατική το κυανό τα κυανά
     κλητική κυανό κυανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυανός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυανό ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κυανό