κυανός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
κυαν-
κυαν-
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κυανός < (λόγιο) αρχαία ελληνική κυάνεος / κυανοῦς < κύανος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.aˈnɔs/
- συλλαβισμός : κυ‐α‐νός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κυανός, -ή, -ό
- που έχει κυανό χρώμα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπλε
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.