κυανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυανός | η | κυανή | το | κυανό |
γενική | του | κυανού | της | κυανής | του | κυανού |
αιτιατική | τον | κυανό | την | κυανή | το | κυανό |
κλητική | κυανέ | κυανή | κυανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυανοί | οι | κυανές | τα | κυανά |
γενική | των | κυανών | των | κυανών | των | κυανών |
αιτιατική | τους | κυανούς | τις | κυανές | τα | κυανά |
κλητική | κυανοί | κυανές | κυανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ετυμολογικό πεδίο
κυαν-
κυαν-
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυάνεος / κυανοῦς < κύανος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐α‐νός
Επίθετο επεξεργασία
κυανός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπλε
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .