κυανίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυανίνη | οι | κυανίνες |
γενική | της | κυανίνης | των | κυανινών |
αιτιατική | την | κυανίνη | τις | κυανίνες |
κλητική | κυανίνη | κυανίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυανίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: cyanine < αρχαία ελληνική κυανός / κυανοῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυανίνη θηλυκό
- είδος συνθετικής βαφής, που χρησιμοποιείται στη βιοτεχνολογία, την βιοϊατρική απεικόνιση κ.α.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κυανός