↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυάνωση οι κυανώσεις
      γενική της κυάνωσης* των κυανώσεων
    αιτιατική την κυάνωση τις κυανώσεις
     κλητική κυάνωση κυανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυάνωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cyanose< κυανoῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυάνωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία