• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κανό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
κανό προς ενοικίαση

Ετυμολογία

επεξεργασία
κανό < γαλλική canot < παλαιά γαλλική cane (βάρκα, πλοίο) < πρωτογερμανική *kanô (βάρκα, σκάφος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανό ουδέτερο άκλιτο

  • (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μακρόστενη ελαφριά βάρκα η οποία έχει ίδια πρύμνη και πλώρη

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • κανόε

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κανοΐστας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • καγιάκ
  • πιρόγα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κανό
  • αγγλικά : canoe (en), dugout (en)
  • γαλλικά : canot (fr)
  • γερμανικά : Kanu (de)
  • πολωνικά : kajak (pl), canoe (pl)
  • σλοβακικά : kanoe (sk)
  • τσεχικά : kánoe (cs), kanoe (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κανό&oldid=5635741"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Νοεμβρίου 2022, στις 08:48

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • ဘာသာမန်
    • Polski
    • Русский
    • Slovenčina
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Νοεμβρίου 2022, στις 08:48.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας