κανό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κανό < γαλλική canot < παλαιά γαλλική cane (βάρκα, πλοίο) < πρωτογερμανική *kanô (βάρκα, σκάφος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανό ουδέτερο άκλιτο
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μακρόστενη ελαφριά βάρκα η οποία έχει ίδια πρύμνη και πλώρη