Δείτε επίσης: ἀνθοφόρος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθοφόρος η ανθοφόρα
& ανθοφόρος
το ανθοφόρο
      γενική του ανθοφόρου της ανθοφόρας
& ανθοφόρου
του ανθοφόρου
    αιτιατική τον ανθοφόρο την ανθοφόρα
& ανθοφόρο
το ανθοφόρο
     κλητική ανθοφόρε ανθοφόρα
& ανθοφόρε
ανθοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθοφόροι οι ανθοφόρες
& ανθοφόροι
τα ανθοφόρα
      γενική των ανθοφόρων των ανθοφόρων των ανθοφόρων
    αιτιατική τους ανθοφόρους τις ανθοφόρες
& ανθοφόρους
τα ανθοφόρα
     κλητική ανθοφόροι ανθοφόρες
& ανθοφόροι
ανθοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθοφόρος. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε άνθ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

ανθοφόρος, -α/ος, -ο [2]

  1. που παράγει άνθη, που βγάζει λουλούδια [3]
      Γιατί δεν βάζεις κανένα ανθοφόρο φυτό στη γλάστρα αντί για τον πόθο που έχεις τώρα;
  2. (σπάνιο, μεταφορικά) συνώνυμο του γόνιμος, παραγωγικός
  3. (σπάνιο) που είναι διακοσμημένος με εικόνες ανθέων
     συνώνυμα: {ανθοστόλιστος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις άνθος και φέρω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Anthophora στο species.wikimedia.org Άρθρο στο species.wikimedia.org ταξινομικό γένος μελισσών κατά τη σημασία του αρχαίου ἀνθοφορῶ (για μέλισσα: παίρνω μέλι από τα άνθη)
     δείτε  Anthophra στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Για τον αγγλικό όρο wikt:en:anthophore, λείπει η μετάφραση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανθοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ανθοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ανθοφόρος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας