ανθοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθοφόρος. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε άνθ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
ανθοφόρος, -α/ος, -ο [2]
- που παράγει άνθη, που βγάζει λουλούδια [3]
- ↪ Γιατί δεν βάζεις κανένα ανθοφόρο φυτό στη γλάστρα αντί για τον πόθο που έχεις τώρα;
- (σπάνιο, μεταφορικά) συνώνυμο του γόνιμος, παραγωγικός
- (σπάνιο) που είναι διακοσμημένος με εικόνες ανθέων
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις άνθος και φέρω
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Anthophora στο species.wikimedia.org ταξινομικό γένος μελισσών κατά τη σημασία του αρχαίου ἀνθοφορῶ (για μέλισσα: παίρνω μέλι από τα άνθη)
- → δείτε Anthophra στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Για τον αγγλικό όρο wikt:en:anthophore, → λείπει η μετάφραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ ανθοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ανθοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ ανθοφόρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας