ανθοφόρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανθοφόρος, -α, -ο
- που παράγει άνθη, που βγάζει λουλούδια
- γιατί δεν βάζεις κανένα ανθοφόρο στη γλάστρα αντί για τον πόθο που έχεις τώρα;
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανθοφόρος
|