απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ανθοφορήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ανθοφορώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ανθοφορώ
|
ανθοφορείς
|
ανθοφορεί
|
ανθοφορούμε
|
ανθοφορείτε
|
ανθοφορούν
|
παρατατικός
|
ανθοφορούσα
|
ανθοφορούσες
|
ανθοφορούσε
|
ανθοφορούσαμε
|
ανθοφορούσατε
|
ανθοφορούσαν
|
αόριστος
|
ανθοφόρησα
|
ανθοφόρησες
|
ανθοφόρησε
|
ανθοφορήσαμε
|
ανθοφορήσατε
|
ανθοφόρησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ανθοφορώ
|
θα ανθοφορείς
|
θα ανθοφορεί
|
θα ανθοφορούμε
|
θα ανθοφορείτε
|
θα ανθοφορούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ανθοφορήσω
|
θα ανθοφορήσεις
|
θα ανθοφορήσει
|
θα ανθοφορήσουμε
|
θα ανθοφορήσετε
|
θα ανθοφορήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω ανθοφορήσει
|
έχεις ανθοφορήσει
|
έχει ανθοφορήσει
|
έχουμε ανθοφορήσει
|
έχετε ανθοφορήσει
|
έχουν ανθοφορήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ανθοφορήσει
|
είχες ανθοφορήσει
|
είχε ανθοφορήσει
|
είχαμε ανθοφορήσει
|
είχατε ανθοφορήσει
|
είχαν ανθοφορήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ανθοφορήσει
|
θα έχεις ανθοφορήσει
|
θα έχει ανθοφορήσει
|
θα έχουμε ανθοφορήσει
|
θα έχετε ανθοφορήσει
|
θα έχουν ανθοφορήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ανθοφορώ
|
να ανθοφορείς
|
να ανθοφορεί
|
να ανθοφορούμε
|
να ανθοφορείτε
|
να ανθοφορούν
|
αόριστος
|
να ανθοφορήσω
|
να ανθοφορήσεις
|
να ανθοφορήσει
|
να ανθοφορήσουμε
|
να ανθοφορήσετε
|
να ανθοφορήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ανθοφορήσει
|
να έχεις ανθοφορήσει
|
να έχει ανθοφορήσει
|
να έχουμε ανθοφορήσει
|
να έχετε ανθοφορήσει
|
να έχουν ανθοφορήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ανθοφόρει
|
|
|
ανθοφορείτε
|
|
αόριστος
|
|
ανθοφόρησε
|
|
|
ανθοφορήστε
|
|
|