Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανθοστόλιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανθοστόλιστ
ος
η
ανθοστόλιστ
η
το
ανθοστόλιστ
ο
γενική
του
ανθοστόλιστ
ου
της
ανθοστόλιστ
ης
του
ανθοστόλιστ
ου
αιτιατική
τον
ανθοστόλιστ
ο
την
ανθοστόλιστ
η
το
ανθοστόλιστ
ο
κλητική
ανθοστόλιστ
ε
ανθοστόλιστ
η
ανθοστόλιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανθοστόλιστ
οι
οι
ανθοστόλιστ
ες
τα
ανθοστόλιστ
α
γενική
των
ανθοστόλιστ
ων
των
ανθοστόλιστ
ων
των
ανθοστόλιστ
ων
αιτιατική
τους
ανθοστόλιστ
ους
τις
ανθοστόλιστ
ες
τα
ανθοστόλιστ
α
κλητική
ανθοστόλιστ
οι
ανθοστόλιστ
ες
ανθοστόλιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανθοστόλιστος
<
άνθος
+
-ο-
+
στολίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανθοστόλιστος, -η, -ο
που έχει
στολιστεί
με
άνθη
, με
λουλούδια
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανθοστολισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανθοποίκιλτος
διανθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθοστόλιστος