viola
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- viola < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική viola < μεσαιωνική λατινική *vitula
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αναζήτηση: viola - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).