Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιολέ < γαλλική violet

  Επίθετο επεξεργασία

βιολέ άκλιτο

  1. βιολετής, βιολετί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιολέ ουδέτερο άκλιτο

  1. το βιολετί χρώμα