πρώτες βοήθειες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | πρώτες βοήθειες | ||
γενική | των | πρώτων βοηθειών | ||
αιτιατική | τις | πρώτες βοήθειες | ||
κλητική | πρώτες βοήθειες | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρώτες βοήθειες < → δείτε τις λέξεις πρώτος και βοήθεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπρώτες βοήθειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ιατρική) βασική ιατρική περίθαλψη η οποία παρέχεται σε θύμα τραυματισμού, συνήθως όταν είναι ελαφρύς ή όταν δεν υπάρχει δυνατότητα για καλύτερη περίθαλψη
- ※ Μάχη για να κρατηθεί στη ζωή δίνει ένα 6χρονο αγόρι από τα Γρεβενά το οποίο υπέστη ανακοπή καρδιάς από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Αρχικά, πλήρωμα του ΕΚΑΒ έφτασε σπίτι του παιδιού αργά το απόγευμα της Τρίτης και του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες.
- Γρεβενά: 6χρονο αγόρι υπέστη ανακοπή – Μεταφέρθηκε στην Πάτρα (4 Ιανουαρίου 1923), Η Καθημερινή
- ※ Μάχη για να κρατηθεί στη ζωή δίνει ένα 6χρονο αγόρι από τα Γρεβενά το οποίο υπέστη ανακοπή καρδιάς από άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Αρχικά, πλήρωμα του ΕΚΑΒ έφτασε σπίτι του παιδιού αργά το απόγευμα της Τρίτης και του προσέφερε τις πρώτες βοήθειες.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρώτες βοήθειες
Πηγές
επεξεργασία- βοήθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας