πεζό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεζό | τα | πεζά |
γενική | του | πεζού | των | πεζών |
αιτιατική | το | πεζό | τα | πεζά |
κλητική | πεζό | πεζά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεζό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεζός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈzo/
- τονικό παρώνυμο: παίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζό ουδέτερο
- (λογοτεχνία) λογοτεχνικό έργο σε πεζό λόγο
- (γραμματική) γράμμα μικρού μεγέθους για τη μικρογράμματη γραφή
- ελληνικό αλφάβητο: 24 ελληνικά πεζά γράμματα: α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, υ, φ, χ, ψ, ω
- λατινικό αλφάβητο: 26 σύγχρονα λατινικά πεζά γράμματα: a, b, c, d, e, f, g, h, i, j, k, l, m, n, o, p, q, r, s, t, u, v, w, x, y, z
- κυριλλικό αλφάβητο: 33 πεζά γράμματα του ρωσικού αλφαβήτου: а, б, в, г, д, е, ё, ж, з, и, й, к, л, м, н, о, п, р, с, т, у,ф, х, ц, ч, ш, щ, ъ, ы, ь, э, ю, я
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεζό