Δείτε επίσης: Παράρτημα:Αμινοξέα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμινοξύ τα αμινοξέα
      γενική του αμινοξέος των αμινοξέων
    αιτιατική το αμινοξύ τα αμινοξέα
     κλητική αμινοξύ αμινοξέα
όπως «οξύ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αμινοξύ < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική amino acid ή τη γαλλική acide aminé[1] ή από την πιο παλιά γερμανική Aminosäure. Αναλύεται σε αμιν- + οξύ. → δείτε και τις λέξεις amino- και αμμωνία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.mi.noˈksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μι‐νο‐ξύ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αμινοξύ ουδέτερο

  1. (χημεία) οργανική ένωση που περιέχει μία ή περισσότερες αμινομάδες (-ΝΗ2) και ένα ή περισσότερα καρβοξύλια (-COOH). Βασικό στοιχείο των πρωτεϊνών. Υπάρχουν πάνω από 500 φυσικά αμινοξέα (από το 2001, και μη φυσικά)
  2. (βιοχημεία) Μόνο 20 (ή 22) αμινοξέα (πρωτεϊνογονικά) εμφανίζονται στο γενετικό κώδικα, τα κύτταρα, και είναι κρίσιμα για την υγεία ζώντων οργανισμών.

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία