ενικός         πληθυντικός  
possessive determiner possessive determiners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
possessive determiner < → δείτε τις λέξεις possessive και determiner
Στα aγγλικά, possessive determiners είναι οι λέξεις

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

possessive determiner (en)

  • (γραμματική) ο κτητικός προσδιοριστής: ένα είδος determiner που παρουσιάζει την κατοχή του πράγματος που αναφέρεται στο επόμενο ουσιαστικό. Οι κτητικοί προσδιοριστοί μπαίνουν πάντα μπροστά από τα ουσιαστικά καθώς τα προσδιορίζουν, τους δίνουν δηλαδή μια ιδιότητα (δηλώνουν σε ποιον ανήκει κάτι). Λειτουργούν, με άλλα λόγια, ως επιθετικοί προσδιορισμοί - επίθετα.
    ⮡  It is my ball. “My” is the possessive determiner.
    (Αυτό) είναι [η] μπάλα μου.
    Το αγγλικό "my" είναι ο κτητικός προσδιοριστής (που δε χρειάζεται άρθρο: !the my ball).
    Αντιστοιχεί στην ελληνική κτητική αντωνυμία «μου» που χρειάζεται και άρθρο μέσα στην πρόταση.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία