κτητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κτητικός | η | κτητική | το | κτητικό |
γενική | του | κτητικού | της | κτητικής | του | κτητικού |
αιτιατική | τον | κτητικό | την | κτητική | το | κτητικό |
κλητική | κτητικέ | κτητική | κτητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κτητικοί | οι | κτητικές | τα | κτητικά |
γενική | των | κτητικών | των | κτητικών | των | κτητικών |
αιτιατική | τους | κτητικούς | τις | κτητικές | τα | κτητικά |
κλητική | κτητικοί | κτητικές | κτητικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κτητικός < αρχαία ελληνική κτητικός
Επίθετο
επεξεργασίακτητικός, -ή, -ό