possessif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | possessif | possessifs |
θηλυκό | possessive | possessives |
Επίθετο
επεξεργασίαpossessif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | possessif | possessifs |
θηλυκό | possessive | possessives |
possessif (fr)