πως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πως
Επίρρημα
επεξεργασίαπως
- (λόγιο) κάπως
Εκφράσεις
επεξεργασία- άλλως πως: κάπως αλλιώς, διαφορετικά
- ούτω πως: κάπως έτσι, περίπου κατ᾿ αυτόν τον τρόπο
- περιέργως πως: κάπως περίεργα, κατ᾿ ανεξήγητο τρόπο
Σύνδεσμος
επεξεργασίαπως
- (ειδικός σύνδεσμος) ότι
- ⮡ Επιμένει πως δε συμβαίνει τίποτα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα
→ δείτε τη λέξη κάπως |