πλαγιοδέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαγιοδέτηση | οι | πλαγιοδετήσεις |
γενική | της | πλαγιοδέτησης* | των | πλαγιοδετήσεων |
αιτιατική | την | πλαγιοδέτηση | τις | πλαγιοδετήσεις |
κλητική | πλαγιοδέτηση | πλαγιοδετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιοδετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλαγιοδέτηση < πλαγιοδετώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαγιοδέτηση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλαγιοδετώ, η κατά πλευρά πρόσδεση πλοίου σε προβλήτα ή σε άλλο σκάφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαγιοδέτηση
|