πρόσδεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσδεση | οι | προσδέσεις |
γενική | της | πρόσδεσης* | των | προσδέσεων |
αιτιατική | την | πρόσδεση | τις | προσδέσεις |
κλητική | πρόσδεση | προσδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόσδεση < ελληνιστική κοινή πρόσδεσις < αρχαία ελληνική προσδέω < πρός + δέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόσδεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσδένω
- (μεταφορικά) η υποταγή, η εξάρτηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρόσδεση
|