πρόσδεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόσδεσῐς | αἱ | προσδέσεις |
γενική | τῆς | προσδέσεως | τῶν | προσδέσεων |
δοτική | τῇ | προσδέσει | ταῖς | προσδέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πρόσδεσῐν | τὰς | προσδέσεις |
κλητική ὦ! | πρόσδεσῐ | προσδέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσδέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσδεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσδεσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσδεσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πρόσδεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.