Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιοδετώ < πλαγιοδέτης +

πλαγιοδετώ (παθητική φωνή: πλαγιοδετούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία