Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλαγιοδετημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλαγιοδετημέν
ος
η
πλαγιοδετημέν
η
το
πλαγιοδετημέν
ο
γενική
του
πλαγιοδετημέν
ου
της
πλαγιοδετημέν
ης
του
πλαγιοδετημέν
ου
αιτιατική
τον
πλαγιοδετημέν
ο
την
πλαγιοδετημέν
η
το
πλαγιοδετημέν
ο
κλητική
πλαγιοδετημέν
ε
πλαγιοδετημέν
η
πλαγιοδετημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλαγιοδετημέν
οι
οι
πλαγιοδετημέν
ες
τα
πλαγιοδετημέν
α
γενική
των
πλαγιοδετημέν
ων
των
πλαγιοδετημέν
ων
των
πλαγιοδετημέν
ων
αιτιατική
τους
πλαγιοδετημέν
ους
τις
πλαγιοδετημέν
ες
τα
πλαγιοδετημέν
α
κλητική
πλαγιοδετημέν
οι
πλαγιοδετημέν
ες
πλαγιοδετημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πλαγιοδετημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πλαγιοδετώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πλαγιόδετος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλαγιοδετημένος