Δείτε επίσης: ἀγκυροβολῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκυροβολώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκυροβολῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγκυροβολέω < ἄγκυρα + βάλλω (άγκυρ(α) + -ο- + -βολώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.ɾo.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκι‐ρο‐βο‐λώ

αγκυροβολώ, αόρ.: αγκυροβόλησα, μτχ.π.π.: αγκυροβολημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ρίχνω την άγκυρα
    ⮡  ένα πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά
  2. (μεταφορικά) εγκαθίσταμαι, σταθεροποιούμαι σε πρόσφορο χώρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άγκυρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία