Δείτε επίσης: ἀγκυροβολῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

αγκυροβολώ, αόρ.: αγκυροβόλησα, μτχ.π.π.: αγκυροβολημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ρίχνω την άγκυρα
      ένα πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά
  2. (μεταφορικά) εγκαθίσταμαι, σταθεροποιούμαι σε πρόσφορο χώρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία