άγκυρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άγκυρα | οι | άγκυρες |
γενική | της | άγκυρας | των | αγκυρών |
αιτιατική | την | άγκυρα | τις | άγκυρες |
κλητική | άγκυρα | άγκυρες | ||
Δείτε και την κλίση του Άγκυρα. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άγκυρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγκυρα[1]
- άγκυρα (για την πληροφορική) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anchor
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γκυ‐ρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άγκυρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) εξάρτημα πλοίου κατασκευασμένο από μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της θέσης του όταν δεν κινείται
- (πληροφορική) είναι γενική έννοια στον προγραμματισμό που αναφέρεται σε θέση
- (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) anchor: το σημείο της σελίδας όπου οδηγεί ένας υπερσύνδεσμος σε ένα σύστημα υπερκειμένου (συνήθως τίτλος παραγράφου της σελίδας), που όταν δεν έχει οριστεί υπονοεί την αρχή της σελίδας
- (κανονικές εκφράσεις) είναι ένας από τους μεταχαρακτήρες ^ και $, που προσδιορίζουν την αρχή και το τέλος αντίστοιχα, μιας συμβολοσειράς
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- άγκυρα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άγκυρα
Επεξεργασία
- ↑ άγκυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.