Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

anchor (en)

  1. (ναυτικός όρος) άγκυρα
  2. αυτός που προσφέρει σε κάποιον την αίσθηση της ασφάλειας
  3. (ΗΠΑ) το ούπατ
     συνώνυμα: wall plug (ΗΒ)
  4. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) η άγκυρα σε υπερκείμενο
  5. (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας που προσδιορίζει θέση

  ΡήμαΕπεξεργασία

anchor (en)

  1. αγκυροβολώ
  2. στερεώνω κάτι ώστε να μην κινείται
  3. βασίζω κάτι
  4. εκφωνώ τις ειδήσεις σε ηλεκτρονικό μέσο