ούπατ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ούπατ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Upat GmbH (από το όνομα της εταιρείας που τα κατασκεύαζε)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ούπατ ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα από πλαστικό ή μέταλλο που τοποθετείται σε μια τρύπα σε τοίχο για να βιδώσουμε στο εσωτερικό του μια βίδα