ούπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ούπα < ούπατ με αποβολή του ληκτικού συμφώνου [t], που δεν συγκαταλέγεται στα ληκτικά σύμφωνα των ελληνικών
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαούπα ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του ούπατ