Δείτε επίσης: οὔπα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ούπα < ούπατ με αποβολή του ληκτικού συμφώνου [t], που δεν συγκαταλέγεται στα ληκτικά σύμφωνα των ελληνικών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈu.pa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ούπα ουδέτερο άκλιτο