Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπερκείμενο τα υπερκείμενα
      γενική του υπερκειμένου
υπερκείμενου
των υπερκειμένων
    αιτιατική το υπερκείμενο τα υπερκείμενα
     κλητική υπερκείμενο υπερκείμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Απεικόνιση συστήματος υπερκειμένου με σελίδες που συνδέονται με υπερσυνδέσμους

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υπερκείμενο < υπερ- + κείμενο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypertext

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

υπερκείμενο ουδέτερο

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Υπερώνυμα Επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. 11.1.3 Υπερκείμενα, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.