Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερσύνδεσμος οι υπερσύνδεσμοι
      γενική του υπερσύνδεσμου
υπερσυνδέσμου
των υπερσύνδεσμων
υπερσυνδέσμων
    αιτιατική τον υπερσύνδεσμο τους υπερσύνδεσμους
υπερσυνδέσμους
     κλητική υπερσύνδεσμε υπερσύνδεσμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Υπογραμμισμένος υπερσύνδεσμος με τον δείκτη του ποντικιού να παίρνει το χαρακτηριστικό σχήμα όταν βρίσκεται πάνω του

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσύνδεσμος < υπερ- + σύνδεσμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hyperlink

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾˈsin.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐σύν‐δε‐σμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερσύνδεσμος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 11.1.2 Κόμβοι και σύνδεσμοι, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.