υπερσύνδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπερσύνδεσμος | οι | υπερσύνδεσμοι |
γενική | του | υπερσύνδεσμου & υπερσυνδέσμου |
των | υπερσύνδεσμων & υπερσυνδέσμων |
αιτιατική | τον | υπερσύνδεσμο | τους | υπερσύνδεσμους & υπερσυνδέσμους |
κλητική | υπερσύνδεσμε | υπερσύνδεσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερσύνδεσμος < υπερ- + σύνδεσμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hyperlink
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peɾˈsin.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐σύν‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερσύνδεσμος αρσενικό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) hyperlink: ενεργός δυναμικός σύνδεσμος (υπογραμμισμένο κείμενο, εικόνα, κλπ.) σε ένα υπερκείμενο, που μ' ένα κλικ, οδηγεί στον αντίστοιχο κόμβο (πχ. σελίδα) [1]
- ※ Η εφαρμογή, [...], αναγνωρίζει όλα τα αντικείμενα ενός ιστότοπου (κείμενο, φωτογραφίες, υπερσύνδεσμοι-links, κ.λπ.) και τα μετατρέπει σε τρισδιάστατα εικονίδια-σύμβολα, με παράλληλη ηχητική απόδοση του ονόματός τους ή του κειμενικού περιεχομένου τους. (Ζώγια Κουταλιανού, Εφαρμογή πλοήγησης για τυφλούς, Η Καθημερινή, 4 Μαΐου 2010)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ 11.1.2 Κόμβοι και σύνδεσμοι, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.