Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερδεσμός οι υπερδεσμοί
      γενική του υπερδεσμού των υπερδεσμών
    αιτιατική τον υπερδεσμό τους υπερδεσμούς
     κλητική υπερδεσμέ υπερδεσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερδεσμός < υπερ- + δεσμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hyperlink

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.ðeˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐δε‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερδεσμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr